- τρομπάρω
- τρομπάρισα, τρομπαρίστηκα, τρομπαρισμένος, και τρουμπάρω (λ. ιταλ.), αντλώ με τρόμπα:Τρομπάρει νερό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τρομπάρω — και τρουμπάρω Ν 1. αντλώ με τρόμπα 2. μτφ. αυνανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. trombare «αντλώ, μεταγγίζω»] … Dictionary of Greek
πουμώνω — και πουμπώνω Ν φλομώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ιταλ. pompare «τρομπάρω σε σβήσιμο πυρκαγιάς, καταπνίγω»] … Dictionary of Greek
τρομπάρισμα — και τρουμπάρισμα, το, Ν άντληση με τη χρήση τρόμπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρομπάρω / τρουμπάρω + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω), πρβλ. φρενάρω: φρενάρισμα] … Dictionary of Greek
τρουμπάρω — Ν βλ. τρομπάρω … Dictionary of Greek
τρουμπάρω — βλ. τρομπάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)